-
1 λύκειος
II Λύκειος (written [full] Λύκηος Milet.1(7) No.282 (i B.C.)), epith. of Apollo, either as λυκοκτόνος (q. v.), or as the Lycian god (v. Λυκηγενής, Λύκιος), or (fr. Λύκη ) as the god of light:Λύκει' Ἄπολλον A.Ag. 1257
;εὐμενὴς δ' ὁ Λ. ἔστω Id.Supp. 686
(lyr.); in Id.Th. 145 (lyr.) there is a play upon the doubtful meanings, Λύκει' ἄναξ, λύκειος γενοῦ στρατῷ δαΐῳ, Lycean lord, be a very wolf to the enemy; so τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λύκειος (this ἀγορά being an open place in Argos near the temple of Apollo Λύκειος) S.l.c.; cf. Λύκειον.Greek-English dictionary (Αγγλικά Ελληνικά-λεξικό) > λύκειος
-
2 Λυκειος
2τοῦ λυκοκτόνου θεοῦ ἀγορὰ Λ. Soph. — Ликейская площадь (в Аргосе), посвященная истребляющему волков богу, т.е. Аполлону
См. также в других словарях:
λυκοκτόνος — λυκοκτόνος, ον (Α) 1. αυτός που σκοτώνει, που εξολοθρεύει λύκους («λυκοκτόνος φαρέτρη», Ανθ. Παλ.) 2. (το αρσ.) επίθετο τού Απόλλωνος («αὕτη δ , Ὀρέστα, τοῡ λυκοκτόνου θεοῡ ἀγορὰ Λύκειος», Σοφ.) 3. το ουδ. ως ουσ. τὸ λυκοκτόνον είδος φυτού με το… … Dictionary of Greek